ονησιφόρος

ονησιφόρος
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο απόστολος εκ των O’. Ήταν συνεργάτης του απόστολου Παύλου. Από την Έφεσο πήγε στη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί ο Παύλος και τον βοήθησε (επιστολή προς Τιμόθεον α 16). Είναι γνωστός ως επίσκοπος του Κολοφώντα. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Σεπτεμβρίου. 2. Ο μάρτυς. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού περίπου το 290. Αφού έδεσαν τα πόδια του σε ένα άλογο, τον έσερναν στους δρόμους ώσπου πέθανε μαζί με τον Προκόπιο. Η μνήμη του τιμάται στις 9 Νοεμβρίου.
* * *
ὀνησιφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον
2. αυτός που συμφέρει
3. διδακτικός.
επίρρ...
ὀνησιφόρως (Α)
με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνησις + -φόρος*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀνησιφόρος — bringing advantage masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνησιφόρον — ὀνησιφόρος bringing advantage masc/fem acc sg ὀνησιφόρος bringing advantage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνησιφόρως — ὀνησιφόρος bringing advantage adverbial ὀνησιφόρος bringing advantage masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Онисифор апостол — (Όνήσίφορος, Onesiphorus) апостол из семидесяти, ученик апостола Павла, родом из Ефеса (2 Тим., IV, 19). О нем упоминает апостол Павел в своем послании к Тимофею: да даст милость Господь дому Онисифорову (2 Тим., I, 16) за то, что О. многократно… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Онисифор, апостол — (Όνήσίφορος, Onesiphorus) апостол из семидесяти, ученик апостола Павла, родом из Ефеса (2 Тим., IV, 19). О нем упоминает апостол Павел в своем послании к Тимофею: да даст милость Господь дому Онисифорову (2 Тим., I, 16) за то, что О. многократно… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ὀνησιφόρα — ὀνησιφόρος bringing advantage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνησιφόροι — ὀνησιφόρος bringing advantage masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνησιφόροις — ὀνησιφόρος bringing advantage masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνησιφόρου — ὀνησιφόρος bringing advantage masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνησιφόρους — ὀνησιφόρος bringing advantage masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”